Δικό μου είναι, όπου θέλω το πάω – ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 25/12/2022

Τις τελευταίες εβδομάδες, όποτε ανοίγω το twitter πρώτο στην κορυφή με περιμένει κάποιο αυτοαναφορικό τουίτ του νέου ιδιοκτήτη του. Δεν ακολουθώ τον Ελον Μασκ, δεν έχω κανένα ενδιαφέρον για τις εγωκεντρικές απόψεις που ανεβάζει σαν κακομαθημένος έφηβος σε αναζήτηση προσωπικότητας. Ομως ο Μασκ χρησιμοποιεί μια δημόσια πλατφόρμα για να προβάλλει (επιβάλλει;) τις εμμονικές του απόψεις σε 370 εκατομμύρια χρήστες του twitter. Το κάνει στο όνομα μιας ιδιόμορφης αντίληψης ελευθερίας λόγου: προνομιακή έκφραση για τον ίδιο και μπλοκάρισμα από την πλατφόρμα «του» όσων δεν του αρέσουν.

Ποιο είναι το ζήτημα; Δεν είναι μόνο η ανοιχτή πρόσκληση Μασκ προς τον Τραμπ να επιστρέψει στο twitter – μέσω του οποίου ο Τραμπ υποκίνησε μια εξέγερση κι έφερε τη χώρα του στα πρόθυρα εμφυλίου. Είναι επίσης ότι ο Μασκ μεταχειρίζεται ένα παγκόσμιο δημόσιο μέσο πληροφόρησης σαν ιδιωτικό του όχημα. Μοιάζει με τον δύστροπο αυτοκινητιστή, που θέλει να έχει λόγο για τον προορισμό των επιβατών: «Δικό μου είναι το ταξί, όπου θέλω το πάω».

Ορθώς ο απορημένος πελάτης θυμίζει στον δύστροπο ταξιτζή ότι το όχημά του είναι μέσο δημόσιας χρήσης, ακόμη κι αν ανήκει στον οδηγό του. Ορθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θυμίζει στον Μασκ ότι οι διαδικτυακές πλατφόρμες δημόσιας χρήσης υπόκεινται σε δημόσιους κανόνες, που υπερασπίζονται δημόσια αγαθά: την ελευθερία πρόσβασης στην πληροφόρηση, την αποτροπή ψευδών ειδήσεων, τον αποκλεισμό εχθροπαθούς περιεχομένου που υποκινεί τη βία, την προστασία των καταναλωτών από αυθαίρετες πρακτικές, της δημοκρατίας από τους εχθρούς της. Τον ελεύθερο επιχειρηματικό ανταγωνισμό απέναντι σε καταχρήσεις δεσπόζουσας θέσης από ιδιωτικά μονοπώλια ή ολιγοπώλια.

Ζούμε πράγματι την εποχή των δυσδιάκριτων ορίων δημοσίου και ιδιωτικού. Είναι η εθελούσια παραίτηση ανθρώπων από την ιδιωτικότητά τους, όταν κρεμάνε τις πιο προσωπικές πτυχές της ζωής τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Δικαίωμά τους. Είναι όμως επίσης η εχθρική παραβίαση της ιδιωτικότητας στην εποχή του «καπιταλισμού της παρακολούθησης». Είναι ακόμη η αποικιοποίηση της δημόσιας σφαίρας και ιδιοποίηση δημόσιων αγαθών από πανίσχυρα ιδιωτικά συμφέροντα.

Πάρτε τον Τραμπ: μεταχειρίστηκε το αξίωμα του προέδρου σαν προέκταση της επιχείρησής του. Προσέλαβε συμβούλους τα παιδιά του, χρησιμοποίησε τα όργανα του κράτους για να καταδιώξει και εκβιάσει προσωπικούς του αντιπάλους, αρνήθηκε να παραδώσει την εξουσία όταν έχασε τις εκλογές και φεύγοντας πήρε σπίτι του μερικές εκατοντάδες απόρρητα κρατικά έγγραφα.

Ενα μαγαζάκι της γειτονιάς μπορεί να λειτουργεί υπό ρυθμιστική επιτρεπτικότητα. Εάν όμως γιγαντωθεί, μέσα από συγχωνεύσεις και εξαγορές, μπράβο του, αλλά θα υπαχθεί σε εύλογους ρυθμιστικούς κανόνες, γιατί παράγει εξωτερικότητες που αφορούν το κοινωνικό σύνολο.

Πρόβλημα είναι ότι η ισχύς πολλών ιδιωτικών κολοσσών καθιστά τους ρυθμιστές ανίσχυρους. Η συσσώρευση «πιεστικής ισχύος» (lobbying power) απαιτεί ισχυρή επιστράτευση αντίρροπης ρυθμιστικής βούλησης για να την αντισταθμίσει. Πριν από το κραχ του 2008, οι εποπτικές αρχές έκαναν τα στραβά μάτια στις ακρότητες της Γουόλ Στριτ, διότι οι επόπτες προσέβλεπαν σε μια επόμενη καριέρα στην υπηρεσία των εποπτευομένων εταιρειών.

Στο ζαλισμένο από το Qatargate Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το πρόβλημα δεν είναι τα «λόμπι» – αναγκαίο κακό στις πλουραλιστικές κοινωνίες μας. Καλύτερα η δράση τους να είναι επίσημη και δημόσια, από άτυπη και μυστική. Το πρόβλημα είναι η μετατροπή της δημόσιας δράσης, που απορρέει από το αξίωμα του (ευρω)βουλευτή, σε ιδιωτική δράση ως ευκαιρία παράνομου πλουτισμού. Γι’ αυτό νομοθέτες και ρυθμιστές αμείβονται γενναιόδωρα, για να μην εξαρτώνται οι αποφάσεις τους από τα ισχυρά συμφέροντα που ρυθμίζουν. Δυστυχώς, για αρκετούς, «ποτέ δεν είναι αρκετά».

Το εκκρεμές της ρύθμισης χαλαρώνει σε περιόδους νηνεμίας, αλλά γυρνάει αποφασιστικά έπειτα από κάθε μεγάλη κρίση, σκανδάλων διαφθοράς ή αποτυχίας των αγορών. Αυτό πρέπει να περιμένουμε και μετά το Qatargate. Κατά τα λοιπά, η διαρκής αναζήτηση ισορροπίας μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, στις περιπτώσεις υπερβάλλουσας οικονομικής ισχύος, είναι πιο απαιτητική υπόθεση. Δουλειά των ρυθμιστών και νομοθετών είναι να καθιστούν όσο το δυνατόν διακριτά τα όρια δημόσιου – ιδιωτικού. Δουλειά τους επίσης να διασώζουν την αξιοπιστία και ακεραιότητα του δημόσιου χώρου από τις εισβολές της απληστίας, της αυθαιρεσίας ή της απλής αντικοινωνικής ανοησίας.

https://www.kathimerini.gr/opinion/562199698/diko-moy-einai-opoy-thelo-to-pao/

You May Also Like