Συνέντευξη στην Ευφροσύνη Παυλακούδη
Μοναδική ευκαιρία να μειώσει μέσα στην επόμενη πενταετία την ψαλίδα με τον πλούσιο Βορρά έχει η Ελλάδα, με όπλο την μεγαλύτερη επενδυτική εισροή κεφαλαίων στην πρόσφατη ιστορία της, δηλαδή τα 32 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης, εφόσον συνδυαστούν και με στρατηγικές μεταρρυθμίσεις, επισημαίνει στο Liberal o Γιώργος Παγουλάτος.
Με αφορμή τη χθεσινή «Ημέρα της Ευρώπης», σημειώνει ότι ο δρόμος προς μια ισχυρή Ευρώπη περνάει μέσα από στενότερη ενοποίηση που θα επιτρέψει στην Ευρωζώνη να αντιμετωπίζει αποτελεσματικότερα τις κρίσεις και όσον αφορά το ευρώ, μέσα από εκτενή έκδοση μεγάλης κλίμακας κοινού ευρωπαϊκού χρέους (όπως με το Ταμείο Ανάκαμψης), ώστε να καταστεί παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα δίπλα στο δολάριο.
Σε ό,τι πάντως αφορά το κοινωνικό μοντέλο της ΕΕ τονίζει ότι δεν είναι μακροπρόθεσμα διατηρήσιμο «εάν η Ευρώπη δεν αντιμετωπίσει την δημογραφική γήρανση ή δεν αυξήσει σημαντικά την παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητά της, κινητοποιώντας μαζικές επενδύσεις και κατευθύνοντάς τις σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας».
Ενώ για το ευρύτερο μήνυμα που οφείλει να στείλει η Ευρώπη, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό, αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «η ΕΕ πρέπει να δείξει ότι μπορεί να είναι εξίσου αποτελεσματική στην ασφάλεια και την προστασία των πολιτών της, όσο έχει υπάρξει στο άνοιγμα των αγορών της. Μόνο έτσι θα αντιμετωπίσει τους εχθρούς της».
– Χτες ήταν η Ημέρα της Ευρώπης. Οσονούπω συμπληρώνονται 40 χρόνια από την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ως δέκατο μέλος αρχικά στην ΕΟΚ. Πώς άλλαξε η φυσιογνωμία της χώρας μας όλα αυτά τα χρόνια; Χάσαμε κάποιες ευκαιρίες ή όχι;
Χάρη στην ΕΕ, η Ελλάδα είναι μια διαφορετική χώρα. Αλλάξαμε κατηγορία, από Γ’ Εθνική (δικτατορία μέχρι το 1974, υποανάπτυκτοι θεσμοί) παίζουμε στην Α’ Εθνική. Δεν είναι μόνο τα καθαρά έσοδα της Ελλάδας από τον κοινοτικό προϋπολογισμό, που κυμάνθηκαν από 1,5% μέχρι ακόμα και 2,5% του ΑΕΠ ετησίως κατά το μεγαλύτερο διάστημα των τελευταίων 40 ετών. Η ΕΕ είχε καίρια συμβολή στην εμπέδωση της πληρέστερης δημοκρατίας που γνώρισε ποτέ η Ελλάδα. Η προσαρμογή μας στο ευρωπαϊκό κεκτημένο οδήγησε έναν ευρύτατο θεσμικό και οικονομικό εκσυγχρονισμό της χώρας.
Η όσμωση με τα πιο ανεπτυγμένα κράτη της Δυτικής Ευρώπης λειτούργησε ως διαρκής πίεση ποιοτικής αναβάθμισης του ελληνικού κράτους και του επιπέδου δικαιωμάτων των πολιτών του, χωρίς βέβαια να αρθούν πλήρως τα στοιχεία της σχετικής υστέρησης. Η ελεύθερη κυκλοφορία των Ελλήνων πολιτών στην ΕΕ, μια από τις θεμελιώδεις τέσσερις ελευθερίες της ΕΕ, άνοιξε πρωτόγνωρους ορίζοντες ιδίως για τους νέους ανθρώπους των γενιών Erasmus.
Χάρη στην ΕΕ, η Ελλάδα, μια αναπτυσσόμενη οικονομία κατά το μεγαλύτερο μέρος του εικοστού αιώνα, ανήκει πλέον θεσμικά, πολιτικά, και οικονομικά στην πιο αναπτυγμένη ένωση κρατών στον κόσμο. Οι ευρωπαϊκοί πόροι αναζωογόνησαν την ελληνική περιφέρεια, τον αγροτικό τομέα, τις υποδομές, την κατάρτιση και εκπαίδευση, και υποστήριξαν την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Δεν έγινε πάντα η καλύτερη αξιοποίηση, κυριότατα με εθνική μας ευθύνη. Οι σωρευμένες αδυναμίες του ελληνικού μοντέλου οικονομικής διακυβέρνησης, σε συνδυασμό με τις δομικές ελλείψεις της ΟΝΕ κατά την πρώτη δεκαετία του ευρώ, οδήγησαν μετά το 2009 στη δεινότερη ύφεση της μεταπολεμικής περιόδου, αλλά και σε μεταρρυθμίσεις τις οποίες η Ελλάδα θα έπρεπε προ πολλού να είχε μόνη της υιοθετήσει. Αλλά η χώρα άντεξε και η δημοκρατία μας βγήκε ανθεκτικότερη. Και σήμερα η χώρα μας έχει να λάβει από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης το μεγαλύτερο πρόγραμμα επενδυτικών πόρων στην σύγχρονη ιστορία της.
– Το έτος 2016 ήταν για πολλούς λόγους ένα «annus horribilis» για το ευρωπαϊκό εγχείρημα. Εξαιτίας του δημοψηφίσματος για το «Brexit», των τρομοκρατικών επιθέσεων, της συνεχιζόμενης υψηλής ανεργίας σε πολλά κράτη-μέλη μας και της προσφυγικής κρίσης, η Ευρώπη τέθηκε υπό αμφισβήτηση. Οι ευρωπαϊκές αξίες και οι δημοκρατίες μας δοκιμάστηκαν, καθώς παράλληλα με την αυξανόμενη γεωπολιτική αβεβαιότητα αφυπνίστηκαν λαϊκίστικες δυνάμεις, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ωστόσο, αποδείχτηκε περισσότερο ανθεκτική απ’ ό,τι πίστευαν πολλοί επικριτές της. Πού οφείλετε αυτό πιστεύετε;
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια ατελής, μη ολοκληρωμένη ένωση, με συναίσθηση των ορίων της. Αυτό έχει καλλιεργήσει ένα αυξημένο ένστικτο αυτοσυντήρησης απέναντι στις κρίσεις -και από το 2009 κι έπειτα η ΕΕ, με πολύ σύντομα διαλείμματα, είναι σχεδόν διαρκώς σε mode αντιμετώπισης κρίσεων. Εκεί που δεν αρκεί το θεσμικό της οπλοστάσιο, έρχεται η επινοητικότητα της πολιτικής και της ηγεσίας για να καλύψει τα κενά. Πολλοί υποτίμησαν το τεράστιο πολιτικό κεφάλαιο που επενδύθηκε ιστορικά στην ανάπτυξη και εμπέδωση της ευρωπαϊκής ενοποίησης -ορισμένοι έχασαν και τα λεφτά τους στοιχηματίζοντας εναντίον της. Μέσα από τέτοιες κρίσεις η ΕΕ όχι μόνο έχει δείξει ότι επιβιώνει, αλλά οδηγείται σε στενότερη ενοποίηση, δημιουργώντας νέους θεσμούς, κανόνες και πολιτικές που προωθούν το ευρωπαϊκό κεκτημένο.
– Τα τελευταία χρόνια η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με σειρά προκλήσεων σε οικονομικό, γεωπολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Ορισμένοι μίλησαν για πολυκρίση (poly-crisis), πολλές ταυτόχρονες κρίσεις, που σε συνδυασμό με το Brexit έθεσαν σε δοκιμασία την εσωτερική συνοχή, ακεραιότητα και συνέχεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ποιο είναι εντέλει το περίφημο ευρωπαϊκό διακύβευμα;
Εάν έπρεπε να το συνοψίσω σε μια πρόταση θα έλεγα: το κεντρικό ευρωπαϊκό διακύβευμα είναι η υπεράσπιση του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής, που είναι το κορυφαίο επίτευγμα του ευρωπαϊκού κεκτημένου. Ο ευρωπαϊκός τρόπος ζωής, είναι η δυνατότητα να απολαμβάνεις τις εγγυήσεις ενός φιλελεύθερου κράτους δικαίου, και να ζεις σε μια ανοιχτή κοινωνική οικονομία της αγοράς που προάγει εξίσου την επιχειρηματικότητα, την οικονομική ελευθερία και τις ευκαιρίες όσο και την ασφάλεια και κοινωνική προστασία, σε μια Ευρώπη πρωτοπόρο στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Κάθε κρίση συνιστά μια απειλή προς συγκεκριμένες εκφάνσεις και προϋποθέσεις του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής: Η κρίση της Ευρωζώνης για την οικονομική και νομισματική σταθερότητα και την κοινωνική συνοχή. Η κρίση του προσφυγομεταναστευτικού για την πολιτική συνοχή στις ευρωπαϊκές κοινωνίες απέναντι στην πρόκληση της ακροδεξιάς δημαγωγίας. Το Brexit και ο Τραμπ για τη δυνατότητα της ΕΕ να υπερασπίζεται τα συμφέροντα και τις αξίες της στον κόσμο.
-Ποια η μεγαλύτερη πρόκληση για την Ευρώπη σήμερα δεδομένων των δημογραφικών, κλιματικών και τεχνολογικών εξελίξεων;
To 2012 η Μέρκελ συνόψισε την πρόκληση διαπιστώνοντας ότι η Ευρώπη έχει το 7% του παγκόσμιου πληθυσμού, παράγει το 25% του παγκόσμιου ΑΕΠ και χρηματοδοτεί το 50% των παγκόσμιων κοινωνικών δαπανών. Με άλλα λόγια το κοινωνικό μοντέλο της ΕΕ δεν είναι μακροπρόθεσμα διατηρήσιμο εάν η Ευρώπη δεν αντιμετωπίσει την δημογραφική γήρανση, ή δεν αυξήσει σημαντικά την παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητά της, κινητοποιώντας μαζικές επενδύσεις και κατευθύνοντάς τις σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας, με κύρια έμφαση τις ψηφιακές και άλλες τεχνολογίες αιχμής. Συναφής είναι ο στόχος αυτού που συχνά ονομάζεται «στρατηγική αυτονομία», δηλαδή η ενισχυμένη δυνατότητα της ΕΕ να διαφεντεύει τα του οίκου της και να υπερασπίζεται αποτελεσματικά τα συμφέροντά της στο διεθνές και περιφερειακό σύστημα.
– Η συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης, που άρχισε με τη Λευκή Βίβλο τον Μάρτιο του 2017, αφορά το ερώτημα «περισσότερη» ή «λιγότερη» Ευρώπη υποστηρίζουν ορισμένοι. Μήπως όμως πρόκειται για λάθος δίλημμα; Πολλοί για παράδειγμα λένε ότι το ζήτημα σήμερα είναι ανάμεσα σε μια αδύναμη Ευρώπη των 27 με αναποτελεσματικότητες, τριβές και φυγόκεντρες δυνάμεις και σε μια ισχυρή Ευρώπη. Εσείς τι προκρίνετε: ποια Ευρώπη τελικά χρειαζόμαστε;
Ο δρόμος προς μια ισχυρή Ευρώπη περνάει από περισσότερη Ευρώπη. Αυτό σημαίνει στενότερη ενοποίηση (οικονομική, δημοσιονομική, χρηματοπιστωτική) που θα επιτρέψει στην Ευρωζώνη να αντιμετωπίζει αποτελεσματικότερα τις κρίσεις και στο ευρώ, μέσα από εκτενή έκδοση μεγάλης κλίμακας κοινού ευρωπαϊκού χρέους (όπως με το Ταμείο Ανάκαμψης) να καταστεί παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα δίπλα στο δολάριο. Δηλαδή στην ΕΕ να αποκτήσει μεγαλύτερη χρηματοοικονομική αυτονομία.
Επίσης περισσότερη ενοποίηση στους τομείς της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, που θα επιτρέπει στην ΕΕ να μιλάει με μια φωνή προς τους διάφορους αυταρχικούς ηγέτες της περιοχής της, είτε πρόκειται για τον Πούτιν είτε για τον Ερντογάν, κι ο λόγος της να έχει βάρος. Γιατί σήμερα η ΕΕ δεν έχει καταφέρει να επενδύσει την ήπια ισχύ της με τη σκληρή ισχύ που χρειάζεται όταν έχεις να κάνεις με μιλιταριστικά, αναθεωρητικά και επεκτατικά κράτη.
– Αρκετοί υποστηρίζουν ότι η ενότητα και η ευημερία της Ευρωζώνης πλήττονται σήμερα από βαθιές οικονομικές αποκλίσεις μεταξύ των μελών της αλλά και στους κόλπους αυτών. Θεωρείτε ότι μπορούν αυτές οι αποκλίσεις να ξεπεραστούν; Και με ποιο τρόπο;
Οι αποκλίσεις είναι μια πραγματικότητα, σε μεγάλο βαθμό μεταξύ «Βορρά» και Νότου της Ευρωζώνης. Αυτές οι αποκλίσεις βέβαια προϋπήρχαν του ευρώ, αλλά επιτάθηκαν μετά την κρίση της Ευρωζώνης. Η ίδρυση του πολύ σημαντικού Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, μαζί με όλα τα άλλα εργαλεία που έχουν επιστρατευθεί από το 2020, κατευθύνουν πόρους στήριξης της απασχόλησης και γενναίους επενδυτικούς πόρους κατεξοχήν προς τις οικονομίες του Νότου.
– Τελικά θα καταφέρουμε να μειώσουμε το χάσμα;
Είναι στο χέρι μας να έχουμε μειώσει ως το 2025 το χάσμα με τον πλούσιο Βορρά. Η Ελλάδα με την κινητοποίηση 32 δισ. ευρώ επενδυτικών πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, θα έχει για τα επόμενα χρόνια την μεγαλύτερη εισροή επενδυτικών κεφαλαίων στην πρόσφατη ιστορία της. Το ότι αυτές οι επενδύσεις συνδυάζονται με σημαντικές μεταρρυθμίσεις δημιουργεί προσδοκίες πραγματικής διαρθρωτικής σύγκλισης.
Η ΕΕ, μετά την εμπειρία των δυο οικονομικών κρίσεων προτάσσει ευθέως την απασχόληση και την κοινωνική συνοχή, όπως κατέστη σαφές και στην προχθεσινή Κοινωνική Διάσκεψη Κορυφής στο Πόρτο. Το πρόβλημα είναι ότι τόσο οι αρμοδιότητες όσο και οι πόροι για αυτά ανήκουν κυρίως στις εθνικές κυβερνήσεις, αλλά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ορθώς και φιλόδοξα προσπαθεί διαρκώς να διευρύνει το πεδίο πρωτοβουλιών της.
– Ουσιαστικά, υπάρχουν δύο κύρια πρότυπα για τη μελλοντική οργάνωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης: (α) το υπερεθνικό πρότυπο (supranational model) και (β) το διακυβερνητικό πρότυπο (intergovernmental model). Ποιο από τα δύο πιστεύετε ότι συμφέρει τη χώρα μας;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για μια μεσαία χώρα της ΕΕ, που υφίσταται απειλή στην εθνική της ασφάλεια, που συνιστά αναπόφευκτη πύλη εισόδου προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών, μια πιο ενοποιημένη, πιο υπερεθνική και «ομοσπονδιακή» αν θέλετε ΕΕ, θα παρείχε ισχυρότερες εγγυήσεις ασφάλειας και επιμερισμού των βαρών.
Παράλληλα, η Ελλάδα είναι διαχρονικά καθαρός αποδέκτης πόρων του ενωσιακού προϋπολογισμού, και με προφανές συμφέρον στην μετεξέλιξή του προς την κατεύθυνση ενός ομοσπονδιακού προϋπολογισμού. Το ίδιο ακριβώς ισχύει με την Ευρωζώνη, στη μετατροπή της οποίας σε πραγματική οικονομική ένωση η Ελλάδα έχει ισχυρό συμφέρον.